- κάλιγος
- (Caligus). Γένος κωπηπόδων της οικογένειας των καλιγιδών. Στο γένος αυτό ανήκουν μικροί οργανισμοί που αποτελούν εξωτερικά παράσιτα των θαλάσσιων ψαριών, τα οποία προκαλούν σημαντικά προβλήματα στις ιχθυοκαλλιέργειες. Αριθμεί πολλά είδη, το κυριότερο από τα οποία είναι ο κ. ο ουροφόρος, που έχει μεγάλο, σφαιρικό σώμα και ως κύριο χαρακτηριστικό δύο σαρκώδεις αποφύσεις που μοιάζουνπολύ με ουρά. Τα κωπήποδα του είδους αυτού ζουν παρασιτικά στο πεπτικό σύστημα των καρχαριών.
Dictionary of Greek. 2013.